ΑΞΙΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
Το πολιτιστικό αυτό πρόγραμμα, που ανέλαβα πέρυσι με μαθητές και μαθήτριες του σχολείου μας, αποσκοπούσε στην προσέγγιση των ατόμων του στενού και όχι μόνο περιβάλλοντός μας και η αξιοποίηση όσο το δυνατό περισσότερων εμπειριών από τη ζωή τους.
Συναντιόμασταν από σπίτι σε σπίτι κάθε Σαββατοκύριακο, όμως παράλληλα δουλεύαμε και τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας, αλλά και τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, με την καταγραφή και την επεξεργασία του υλικού μας.
Συγχρόνως, είχαμε δύο επισκέψεις γνωστών Χανιωτών, της στιχουργού κ. Αντωνίας Μηλογιαννάκη και του λαογράφου κ. Σταμάτη Αποστολάκη στο σχολείο. Παράλληλα, οργανώσαμε δύο επισκέψεις εκτός σχολείου: στο Λαογραφικό Μουσείο, στην Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων και στον παραδοσιακό υποδηματοποιό κ. Λευτέρη Πιρπινάκη.
Ο εξοπλισμός μας; Τα κινητά μας τηλέφωνα!
Τα χρησιμοποιήσαμε για φωτογράφηση, για βιντεοσκόπηση, για ηχογράφηση…
Αυτό όμως δεν μας πτόησε, αντίθετα μας γέμισε αυτοπεποίθηση!
Ας πάρουμε, όμως, μια μικρή γεύση από το πρόγραμμα.
- Να τι μας είπε η Κατερίνα Καλογερή για την γιαγιά της:
Θελήσαμε να μάθουμε τι φορούσαν τα παιδιά στο σχολείο και μας απάντησε ότι φορούσαν ό,τι ρούχα είχανε, γιατί εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη φτώχεια. Κρατούσαν ένα τετράδιο και ένα μολύβι, αλλά επειδή στην οικογένειά της ήταν φτωχοί, κόβανε το μολύβι στα τέσσερα και προθέτανε ένα καλαμάκι από επάνω, για να μπορούν να γράφουν. Μας είπε ακόμη ότι όλα τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο και ότι τα κύρια μαθήματα ήταν η Ανάγνωση και η Γραφή. Στο σπίτι με το διάβασμα την βοηθούσαν τα μεγαλύτερα αδέλφια της. Στη συνέχεια τη ρωτήσαμε τι παιχνίδια έπαιζαν όταν ήταν παιδιά. Μας απάντησε ότι τα κορίτσια έπαιζαν τα κλασικά παιχνίδια της εποχής, που ήταν το «κουτσό», το «γύρω γύρω» όλοι, το «περνά περνά η μέλισσα», κλπ. Τα αγόρια έπαιζαν ποδόσφαιρο με μπάλα φτιαγμένη από πανιά. Οι επικίνδυνες παιδικές αρρώστιες εκείνης της εποχής ήταν η Ανεμοβλογιά για τα κορίτσια και οι Μαγουλάδες για τα αγόρια.
Η γιαγιά μου παντρεύτηκε στα είκοσί της χρόνια, με προξενιό, και έκανε 3 παιδιά. Χαίρομαι που μιλήσαμε και μου διηγήθηκε πολλά από την παιδική της ηλικία.»
- Η Αλεξία Παπουτσάκη ανέβηκε ένα Σαββατοκύριακο με την Ελένη Μπομπολάκη στα Μεσκλά, και πήρε δύο συνεντεύξεις:
«Οι άνθρωποι ήταν πιο απλοί, πιο άκακοι, πιο αγαπημένοι και πιο δεμένοι μεταξύ τους», μου είπε. «Τα καλοκαιρινά απογεύματα οι γείτονες μαζευόντουσαν στις αυλές και τα παιδάκια έπαιζαν ξένοιαστα στους δρόμους.»
Στους ανθρώπους τότε άρεσε πολύ το σινεμά, και δύο φορές την εβδομάδα έρχονταν κινηματογράφος στο χωριό.
Παρέες μαζευόντουσαν στα καφενεία. Τις Κυριακές, οι γυναίκες έτρωγαν βανίλια υποβρύχιο ενώ οι άντρες έπιναν τσικουδιές και ούζα. Οι άνθρωποι διασκέδαζαν στα πανηγύρια και στους γάμους.
Μου μίλησε και για τη θητεία στον στρατό, που τότε ήταν δύσκολη, με πολλά καψόνια.
Μου διηγήθηκε επίσης μια αστεία ιστορία. Μια μέρα που εκείνος έλειπε από το σπίτι, η κόρη του και η ανιψιά του φόρεσαν τα νυχτικά και τα αρώματα της γυναίκας του. Όταν τελείωσαν το παιχνίδι τους άφησαν το νυχτικό που μύριζε έντονα κολόνια. Το βράδυ η γυναίκα του φόρεσε το νυχτικό και πήγε να ξαπλώσει. Ξαφνικά άρχισε να της μυρίζει γυναικεία κολόνια, και νόμισε ότι προέρχονταν από τον άντρα της. Έγινε έξαλλη! Μετά από πολύ ώρα, ο κ. Γιάννης κατάφερε να εξηγήσει στην γυναίκα του ότι η γυναικεία μυρωδιά προερχόταν από το δικό της νυχτικό!»
«Η γιαγιά μου Χριστίνα Παπίλαρη, μου μίλησε για πολλά πράγματα που θυμήθηκε από τα παλιά, για το πώς γίνονταν τα προξενιά, οι γάμοι… Πως καμιά φορά άλλη νύφη δείχνανε στο προξενιό, κι άλλη παρουσίαζαν στο γάμο! Μου είπε πως η αδελφή της αρραβωνιάστηκε στα 15 της, έναν γείτονά της, που όμως δεν την ρώτησαν οι γονείς της αν τον ήθελε.
Μου είπε ακόμη ότι τώρα η θέση της γυναίκας έχει αναβαθμιστεί, ότι έχει ανεξαρτησία. Παλιά, οι γυναίκες έτρωγαν και ξύλο από τους άντρες τους, αν και δούλευαν κι αυτές στα χωράφια. Και το ζευγάρι ζούσε όλη του τη ζωή στο ίδιο σπίτι με τα πεθερικά.
«Όταν όμως υπάρχει αγάπη και αλληλοσεβασμός στο ζευγάρι, τότε όλα είναι όμορφα», συμπλήρωσε.»
· Η Γεωργία Ζωνουδάκη αξιοποίησε τις αναμνήσεις αλλά και τις συμβουλές των δύο γιαγιάδων της. Πήρε συνέντευξη από την μία γιαγιά στο Ρέθυμνο, και ετοίμασε ένα Γερμανικό γλυκό (που θα δείτε στο βίντεο), με την γιαγιά της κ. Γεωργία Κοκολογιαννάκη στα Χανιά :
«Η γιαγιά μου Αλεξάνδρα Γάσπαρη, γεννήθηκε στην Κατοχή στου Γάλλου στο Ρέθυμνο, χωρίς να γνωρίσει πατέρα. Στο σχολείο, δεν μάθαινε τα γράμματα. Έβγαλε το Δημοτικό με δυσκολία. Στην εφηβεία έμενε στο σπίτι και βοηθούσε την μητέρα της. Παντρεύτηκε στα 22 της με προξενιό. Είχαν 23 χρόνια διαφορά με τον παππού, που τον θαύμαζε για τον υπέροχο χαρακτήρα του.
Την ρώτησα αν ερωτεύτηκε τον παππού, αλλά μου εξομολογήθηκε πως δεν γνωρίζει τι θα πει έρωτας! Παντρεύτηκαν το 1963 και απέκτησαν 3 παιδιά.
Της ζήτησα να μου πει μια αστεία ιστορία και μου είπε για τον τρίτο γιό της και θείο μου, που ήταν πολύ άτακτος. Μια φορά, όταν ήταν 10 χρονών, είχε πάρει κρυφά το φορτηγό. Εκείνοι δεν κατάλαβαν τίποτα διότι έφτιαχναν την κρεβατίνα κι έκαναν θόρυβο. Εκείνος πήγε στον Κισσό, πάνω από το χωριό, και όπως ήταν φυσιολογικό δεν γνώριζε να χειρίζεται ένα τόσο μεγάλο όχημα.
Οι κάτοικοι του χωριού φοβήθηκαν, διότι νόμιζαν πως ήταν ο παππούς μου. Ύστερα κατέβηκε και πήγε στα Ακτούντα και παραλίγο να πατήσει έναν άνθρωπο. Μετά έφτασε έξω από το σπίτι και εκείνοι δεν κατάλαβαν τίποτα, ούτε πότε έφυγε, ούτε όταν ήρθε.
Μετά από μερικές μέρες τους είπε ένας χωριανός: « Έτσι δίνετε το φορτηγό του κοπελιού;»
«Ποιο φορτηγό;» είπαν αυτοί απορημένοι, και ύστερα κατάλαβαν ότι ο Παυλής είχε πάρει το φορτηγό, διότι έβλεπε τον παππού μου να οδηγάει και μάθαινε και εκείνος ταυτόχρονα. Ήταν πολύ έξυπνος, αλλά εκείνη την φορά δεν του βγήκε σε καλό…
Η γιαγιά έζησε 38 χρόνια με τον παππού και ανάμεσα τους υπήρχε ισότητα. Είχαν αρκετές ατυχίες αλλά στην ζωή αυτό είναι φυσιολογικό..
Μου έδωσε και συμβουλές:
· Για να ξεκινήσω κάτι πρέπει πρώτα να το μελετήσω, να κάνω υπομονή για να το αποκτήσω, να ξέρω τι θέλω να πω και αν πρέπει να το πω.
· Μου είπε πως αν ο άνθρωπος είναι αυθόρμητος, μπορεί να πει κάτι που αργότερα θα το μετανιώσει. Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να βιαζόμαστε, αλλά να μελετάμε κάθε πράγμα.
· Να προσέχουμε όταν γνωρίζουμε καινούργιους ανθρώπους, γιατί οι άνθρωποι είναι σαν ένα μπαούλο που είναι κλειδωμένο και δεν ξέρουμε τι έχει κρυμμένο.
· Όταν υπάρχει ένα εμπόδιο στην ζωή μας πρέπει να το προσπερνάμε, διότι η ζωή έχει πολλά εμπόδια που πρέπει να προσπερνάμε για να πάμε μπροστά.
Τέλος μου ευχήθηκε καλή επιτυχία στην ζωή μου και στο πρόγραμμά μας.»
· Η Νίνα Καρπαχτσίδη, σχετικά με την επίσκεψη στην Δημοτική Πινακοθήκη.
«Στη Δημοτική Πινακοθήκη ξεναγηθήκαμε από την κ. Αθηνά Γιαννουλάκη στην Έκθεση με τίτλο “Μια στιγμή για πάντα”. Χαρακτηριστικό της Έκθεσης ήταν ο μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών και η ποικιλία της θεματικής και του στυλ των έργων.
Είδαμε έργα ανθρώπων μεγάλης ηλικίας, που όμως έμοιαζαν εξαιρετικά νεανικά, όπως των Χανιωτών Βασίλη Κελαϊδή και Βαλέριου Καλούτση, καθώς και έργα νέων σε ηλικία καλλιτεχνών που είχαν ως αντικείμενο την τρίτη ηλικία και την φθορά του χρόνου, από την οποία δεν εξαιρούνται ούτε τα κτίρια.
Σταθήκαμε στον πίνακα με τη συλλογή ελαιοκάρπου και αναφερθήκαμε στη συμβολή των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας στην αγροτική οικογένεια. Ακόμη κι αν δεν έχουν τη δύναμη να μαζέψουν τις ελιές, οι ηλικιωμένοι μένουν στο σπίτι, κρατούν τα παιδιά, ετοιμάζουν το φαγητό, και γενικά δεν παροπλίζονται και παραμένουν ενεργοί.
Πρόσωπα κουρασμένα, γεμάτα ρυτίδες και εμπειρία, χέρια με ρόζους αλλά και δύναμη. Μας εντυπωσίασε ο «Κρητικός» του Αντώνη Πετρουλάκη που στέκει με κορμοστασιά παλικαριού, με σκληρό πρόσωπο αλλά καθαρή ματιά, έτοιμος, θαρρείς, να σκαρφαλώσει στη μαδάρα.
Ο χρόνος στις διάφορες εκφάνσεις του πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια μας. Τα πρόσωπα, τα βλέμματα, τα χέρια. Η δυσκολία στο ανέβασμα της σκάλας, σαν να αφουγκράζεσαι την ανάσα. Οι καλλιτέχνες έδωσαν έμφαση στα συναισθήματα, απεικονίζοντάς τα με έντονους και παράξενους συνδυασμούς και σχέδια. Η κ Γιαννουλάκη μας τόνισε επίσης, πως το κάθε έργο τέχνης επιδέχεται διαφορετικές αναγνώσεις, οι οποίες πρέπει όλες να είναι σεβαστές. Την ευχαριστούμε για την ωραία και αναλυτική ξενάγηση!»
· Η Ρία Μπάλλα πήρε συνέντευξη από την κ. Ιφιγένεια Νταουντάκη.
«Η κ. Ιφιγένεια Νταουντάκη κατάγεται από τις Βουκολιές. Όταν ήταν μικρή ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό. Ο πατέρας της ήταν πλούσιος, αλλά οι Γερμανοί τους τα πήραν όλα. Πήγε στο Δημοτικό μέχρι την Τρίτη τάξη αλλά αργότερα πρόσεχε την μητέρα της που είχε αρρωστήσει, μια και τα άλλα της αδέλφια ήταν μικρότερα. Ζώντας σε πολύ δύσκολες συνθήκες, δεν είχαν κούκλες, έτσι έπαιρναν μια πατάτα, της έβαζαν γαρύφαλλα για μάτια, της έραβαν ρούχα, της έβαζαν μαλλάκια κι έπαιζαν με την …πατάτα!. Μας είπε επίσης ότι είχαν μόνο ένα φορεματάκι, κι αν αυτό σχιζότανε, έραβαν ένα μπαλωματάκι επάνω.
Παντρεύτηκε στα 18 της με προξενιό. Μας διηγήθηκε μια ωραία σκηνή: όταν ήρθε να τη ζητήσει ο γαμπρός με την οικογένειά του και βγήκε να τους κεράσει μια τσικουδιά, εκείνοι της έβαλαν στο χέρι το δαχτυλίδι.
Τη ρωτήσαμε αν προτιμά τη σημερινή εποχή που τα ζευγάρια γνωρίζονται πριν το γάμο και μας απάντησε ότι τώρα είναι καλύτερα γιατί μπορούν να γνωριστούν καλά πριν παντρευτούν, ενώ τότε ήταν σαν να τους πουλούσαν για το γάμο, ιδιαίτερα τα κορίτσια. Επίσης, ανέφερε ότι για να παντρευτεί ένα κορίτσι ήταν απαραίτητη η προίκα. Στη σημερινή εποχή ο γάμος γίνεται στην εκκλησία ή ακόμα και στο δημαρχείο. Αντίθετα, εκείνη παντρεύτηκε στο σπίτι. Δείχνοντάς μας κάποιες φωτογραφίες που ήταν ντυμένη νύφη, μας εξήγησε ότι ήταν τραβηγμένες τρεις μήνες μετά τον γάμο της, όπως συνηθίζονταν τότε.
Απέκτησε τρία παιδιά και δεκαοχτώ εγγόνια!»
· Η Φανή Δασκαλάκη για την αγαπημένη μας κ. Ελευθερία Βροντάκη, που μας δέχτηκε αρκετές φορές στο φιλόξενο σπίτι της. Μεταξύ άλλων, μας παρουσίασε τα εργόχειρά της και μας έμαθε να κεντάμε, όπως θα δείτε στο βίντεο.
«H κ. Ελευθερία Βροντάκη, θεία της μητέρας μου, γεννήθηκε στον Βατόλακκο. Πήγε στο σχολείο στην ηλικία των επτά ετών και ήταν γενικά ευχαριστημένη από τους δασκάλους της. Υπήρχαν όμως και τιμωρίες, όπως το χτύπημα με τη βέργα, για όσα παιδιά ήταν άτακτα. Θυμάται ότι κι εκείνη είχε δεχτεί μία φορά μία ελαφριά βεργιά στην παλάμη του χεριού της!
Μας είπε ότι τα κορίτσια στο Δημοτικό φορούσαν φορεματάκια και τα αγόρια κοντά παντελονάκια. Στο Γυμνάσιο τα κορίτσια φορούσαν ποδιές, οι οποίες ήταν μαύρες, με άσπρα κουμπιά και άσπρο γιακά ο οποίος έπρεπε πάντα να διατηρείται καθαρός. Γενικά οι εποχές ήταν δύσκολες και τα παιδιά ντύνονταν φτωχικά. Από σχολικά είδη χρησιμοποιούσαν το αναγνωστικό, 1-2 τετράδια και ένα μολύβι το οποίο έξυναν με την ξύστρα. Στις μεγαλύτερες τάξεις χρησιμοποιούσαν την πένα μαζί με ένα μελανοδοχείο. Τα μαθήματα ήταν η Ανάγνωση, η Γεωγραφία, η Αριθμητική, η Ιστορία, η Έκθεση, η Καλλιτεχνία κ.α. Υπήρχε και το μάθημα των Οικοκυρικών, στο οποίο τα κορίτσια κεντούσαν σχέδια πάνω σε ένα πολύ λεπτό πανί, το εταμίν. Αυτά τα κεντήματα βαθμολογούνταν, συνήθως με 10, για να παίρνουν θάρρος τα παιδιά.
Οι μαθητές στο Δημοτικό βαθμολογούνταν με βαθμούς από το 0 έως το 10. Όσο για το Γυμνάσιο, οι βαθμοί ήταν από 0-20, και η βάση ήταν το 10.
-Στο χωριό, τα παιδιά πήγαιναν με τα πόδια στο σχολείο, καθώς το Δημοτικό ήταν μέσα στο χωριό, και δεν υπήρχε άλλο μεταφορικό μέσο. Όσο για το Γυμνάσιο, τα παιδιά πήγαιναν άλλες φορές με τα πόδια και άλλες με το λεωφορείο, και κάποιες φορές ο εισπράκτορας δεν έπαιρνε τα χρήματα του εισιτήριου, έτσι ώστε να μπορέσουν τα παιδιά να πάρουν κάτι να φάνε στο σχολείο!
Στο Γυμνάσιο δεν μπορούσαν όλα τα παιδιά να πάνε, καθώς το Γυμνάσιο του Αλικιανού , όπου και φοίτησε μέχρι την 3η τάξη (οι τάξεις του Γυμνάσιου τότε ήταν 6, καθώς δεν υπήρχε το Λύκειο), ήταν ιδιωτικό και λόγω οικονομικών δυσκολιών, δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα.
-Συνήθως τα παιδιά δεν έπαιζαν και τόσο συχνά παιχνίδια, καθώς είχαν την υποχρέωση να βοηθούν τους γονείς τους στις διάφορες δουλειές που είχαν να κάνουν, και γύριζαν νωρίς στα σπίτια τους, πριν το βράδυ, για να φάνε και να κάνουν τα μαθήματα τους, καθώς όταν νύχτωνε, δεν υπήρχε φωτισμός, παρά μόνο ο λύχνος. Όταν είχαν ελεύθερο χρόνο, έπαιζαν παιχνίδια όπως το ‘’περνά περνά η μέλισσα’’, ‘’κυνηγητό’’, ‘’ο καλόγερος’’, ‘’οι αλικατρίδες’’ (γνωστό σήμερα ως ‘’πεντόβολο’’) ,το ‘’χωστό’’ και οι ‘’αμάδες’’. Σήμερα, σχεδόν όλα αυτά τα παιχνίδια έχουν εξαφανιστεί, λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας και των διαφόρων ηλεκτρονικών παιχνιδιών που παίζουν τα παιδιά.
Ρωτήσαμε την κ. Ελευθερία αν θα προτιμούσε να είχε ζήσει τα παιδικά της χρόνια στη τωρινή εποχή, και μας απάντησε ότι δεν είναι σίγουρη, καθώς σήμερα τα παιδιά είναι πολύ απομονωμένα, και κάθονται όλη μέρα στους υπολογιστές αντί να παίζουν μεταξύ τους. Από την άλλη, στην δική της εποχή δεν είχαν πολλά παιχνίδια να παίξουν, δεν είχαν ρεύμα, και επίσης έπρεπε συχνά να βοηθούν τους γονείς στις διάφορες δουλειές τους.
Ευχαριστούμε πολύ κ. Ελευθερία, τόσο για τη φιλοξενία όσο και για όσα μας μάθατε. Να είστε πάντα καλά!»
· Η Σοφία Τζεϊρανίδη για την επίσκεψή μας στο Λαογραφικό Μουσείο Χανίων.
«Επισκεφθήκαμε το «Κρητικό Σπίτι», όπως είναι γνωστό, ένα όμορφο απόγευμα. Η κ. Ασπασία Μπικάκη μας ξενάγησε στους χώρους του.
Μας εξήγησε με λεπτομέρεια την επεξεργασία του λιναριού, που ήταν μία φυσική πρώτη ύλη από την οποία ύφαιναν κάπες για τους βοσκούς και κουβερτάκια για τους αρρώστους.
Συνέχισε με τα επαγγέλματα που χάνονται, όπως ο τσαγκάρης για τα στιβάνια και οι ράφτες των Κρητικών στολών. Οι ράφτες ως τότε ήταν μόνο άντρες και η ίδια επέμενε τόσο πολύ να μάθει την τέχνη, ώστε ο δάσκαλός της αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Αργότερα, στην πράξη, μας είπε ότι κατάλαβε τον λόγο που δεν δεχόντουσαν γυναίκες σ’ αυτή τη δουλειά.
Ύστερα μας μίλησε για την επεξεργασία του μεταξοσκώληκα και τη χρήση του κουκουλιού. Συνήθιζαν να στεγνώνουν τα κουκούλια στον ήλιο έτσι ώστε να μην βγει η πεταλούδα από μέσα. Το αρσενικό κουκούλι είναι ίσιο ενώ το θηλυκό στενεύει στη μέση σαν κλεψύδρα.
Περάσαμε και από το ένα και μοναδικό δωμάτιο που παραδοσιακά είχε το Κρητικό σπίτι. Σε μια γωνιά υπήρχε το χτιστό σε μια εσοχή του τοίχου κρεβάτι του ζευγαριού, που απομονώνονταν από το υπόλοιπο δωμάτιο με ύφασμα σαν παραβάν.
Στο βάθος είδαμε την κουζίνα με όλα τα παραδοσιακά οικιακά και μαγειρικά σκεύη. Το τζάκι στη γωνιά δεν χρησίμευε μόνο για θέρμανση αλλά και για το καθημερινό μαγείρεμα. Πάνω στο δοχείο που φύλαγαν την τσικουδιά έγραφε: «Η Κρήτη η μυριόκαλλη κερνά την τσικουδιά της/ σ’ όσους την επισκέπτονται μ’ αγάπη στην καρδιά της».
Γεμάτο χρώματα, κεντήματα, δαντέλες, κοφτά στο χέρι και υφαντά ήταν όλο το σπίτι. Εντύπωση μας έκανε ένας καθρέφτης που έγραφε καλημέρα, με θέση για πετσέτα. Πολλές μπάντες, επίσης, υφαντές και κεντητές και μάλιστα μερικές με κεντημένες φράσεις.
Σε διπλανό δωμάτιο υπήρχε ένας παραδοσιακός αργαλειός, έτοιμος να υφάνει, ανέμη, ρόκα με αδράχτι και σαΐτες με το μαλλί.
Το εργαστήριο όπου μέχρι και σήμερα η κ. Ασπασία συνεχίζει να κεντά ήταν γεμάτο κεντήματα στο χέρι, ακόμη και με κεντημένους πίνακες ναίφ.
Με αφορμή τα πουγκιά που ήταν κρεμασμένα στον τοίχο, η κ. Ασπασία μας διηγήθηκε την ιστορία τους. Παραδοσιακά, λοιπόν, το πουγκί της γιαγιάς περιείχε όλα τα χρυσαφικά της και ήταν μονίμως στον κόρφο της. Όταν πλησίαζε το τέλος της ζωής της, μοίραζε στα παιδιά της τα κοσμήματα και το παιδί που την φρόντιζε ως το τέλος κληρονομούσε το πουγκί με το περιεχόμενό του ως ευχή και ευλογία.
Μας είπε και παροιμίες η κ. Ασπασία, μας έδωσε και συμβουλές: «Με τον καλλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου».
Μετά την εξαιρετική και πολύ αναλυτική ξενάγηση της κ. Ασπασίας θεωρήσαμε υποχρέωσή μας να γράψουμε δυο λόγια στο βιβλίο των επισκεπτών, με τις ευχαριστίες μας.»
· Η Ελένη Μπομπολάκη για την γιαγιά της, την αγαπημένη μας κ. Μαρία Μαυρακάκη, η οποία μας έμαθε να φτιάχνουμε το Χανιώτικο μπουρέκι, όπως θα δείτε στο βίντεο.
«Η αγαπημένη μου γιαγιά Μαρία Μαυρακάκη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Μεσκλά.
Μου μίλησε με αγάπη για τους γονείς της και τα έξι της αδέλφια. Αν και δεν υπήρχαν στη ζωή τους οι σημερινές ευκολίες, μου είπε ότι περνούσαν καλά, με αγάπη και σεβασμό. Μου έκανε εντύπωση αυτό που μου είπε για τον πατέρα της, ότι ήθελε πρώτα να τρώνε τα παιδιά του κι εκείνος να τα βλέπει και να τα καμαρώνει που τρώνε. Ύστερα έτρωγε εκείνος, και μετά καθόντουσαν στο πυρομάχι και τους έλεγε ιστορίες και τους έδινε συμβουλές:
· Να μη λέτε ψέμματα.
· Να ακούτε τον μεγαλύτερο.
· Και ξένος να ’ναι, πρέπει να τονε σέβεσαι, δεν πρέπει να του πεις κάτι να τον στεναχωρέσεις και να τον προσβάλεις.
· Αν πάεις πουθενά και κάτσεις κι έρθει ένας μεγάλος, θα σηκωθείς εσύ να στέκεις, να κάτσει αυτός.
· Και δεν θα κατηγοράτε κανένα, και να δείτε κάτι, δεν θα γελάσετε, διότι εγώ δεν θέλω να ‘ρθουνε να μου πούνε εδώ οι χωριανοί πως εκάμετε αυτό το πράγμα, να με προσβάλουνε.»
Δεν της άρεσαν τα γράμματα, αλλά τώρα το μετανιώνει, γιατί ο δάσκαλος έλεγε ότι είχε «καλό μυαλό και θα γίνει ψυχολόγος» Αλλά άμα ήτανε χορός, τραγούδια, γυμναστικές, τρέξιμο, πήγαινε στο σχολείο, εκεί ήταν η πρώτη…
Στο σχολείο φορούσαν μπλε ποδιές με άσπρα γιακαδάκια. Όποιος είχε λεφτά έπαιρνε δερμάτινη τσάντα, αλλά όποιος δεν είχε, βαστούσε πάνινη. Ξένες γλώσσες δεν μάθαιναν τότε. Τα παιδιά, ιδίως στα χωριά, ήταν σκληραγωγημένα, γιατί υπήρχε φτώχεια.
Δεν είχαν διασκέδαση, παρά κάθε Κυριακή να πάνε με τα καλά τους στην εκκλησία, κι ύστερα σε πανηγύρια, σε γάμους, σε βαπτίσεις, με γνωστούς οργανοπαίχτες, όπως ο Ναύτης, ο Σκορδαλός… Kαι κάθε κοπελιά που χόρευε της λέγανε και μια μαντινάδα οι οργανοπαίχτες. Ο αδελφός της κάθε κοπελιάς χόρευε όλες τις φίλες της κι ύστερα πλήρωνε τα όργανα. Χόρευε συρτό, Καλαματιανό, πεντοζάλη… Το ταγκό που ήταν της μόδας τότε, δεν της άρεσε. Θυμάται, μάλιστα, που μια φορά χορεύανε με τις φίλες της τόσο πολύ, που κουράστηκαν τα όργανα και σταμάτησαν!
Οι γάμοι συνήθως βαστούσαν τρεις μέρες. “Τότε δεν γίνονταν αυτά, τα πως τα λέτε… τα bachelor”, είπε η γιαγιά. Οι άντρες έσφαζαν ζώα, ξύριζαν τον γαμπρό. Οι φίλες της νύφης τη συμβούλευαν πώς να φερθεί στο σπίτι του γαμπρού, τη στολίζανε, της έλεγαν μαντινάδες… Από το Σάββατο το βράδυ που έρχονταν οι περισσότεροι καλεσμένοι, έμεναν μέχρι Δευτέρα, και την Τρίτη εφεύγανε μαζί με τα όργανα. Χόρευαν, ξενυχτούσαν, διασκέδαζαν.
Η γιαγιά μου παντρεύτηκε από προξενιό τον παππού, που την ζητούσε 4 χρόνια, και κατέβηκε να μείνει στα Χανιά. Στον γάμο της, που έγινε στο σπίτι στα Μεσκλά, φορούσε το καλό της φόρεμα για νυφικό. Μετά από καιρό πήγε με τον άντρα της σ’ έναν φωτογράφο και αυτός της έφερε ένα νυφικό. Έπειτα της φόρεσε ένα πέπλο, την χτένισε και την στόλισε. Τοποθέτησε δύο ανθοδέσμες στο πάτωμα και τους φωτογράφισε.
Νιώθω τυχερή που η γιαγιά μου μένει μαζί μας. Η μεγαλύτερή της χαρά είναι όταν έρχονται τα εγγόνια της και γεμίζει παιδιά το σπίτι.
Χαίρομαι πολύ για το πρόγραμμα αυτό, γιατί βρήκαμε την ευκαιρία να έρθουμε πιο κοντά και να μοιραστούμε τις αναμνήσεις και τη σοφία της. Απ’ όλα όσα μας είπε, θα κρατήσω αυτό:
« Ξέρεις τι είμαι τώρα εγώ; Ένα γραμματόσημο παλιό. Θα το βάλεις στο νου σου αυτό. Εγώ τώρα, και όχι μόνο εγώ, όλες οι μεγάλες σαν εμένα, είναι όπως είναι τα γραμματόσημα τα παλιά.».
· Ο Γιώργος Ανδρεαδάκης για τον κ. Λευτέρη Πιρπινάκη, τον παλαιότερο παραδοσιακό υποδηματοποιό των Χανίων, που μας υποδέχτηκε με χαρά στο εργαστήριό του και μας γέμισε δώρα.
«Επισκεφθήκαμε τον κ. Λευτέρη Πιρπινάκη στο κατάστημα παραδοσιακών υποδημάτων που διατηρεί στα Στιβανάδικα, στην Παλιά Πόλη των Χανίων. Μας υποδέχτηκε με χαρά, και απάντησε πρόθυμα στις ερωτήσεις μας. «Αυτή τη δουλειά την κάνω 71 χρόνια και 3 μήνες», μας είπε. « Άρχισα να κάνω αυτήν την πολύ δύσκολη δουλειά από 10 χρονών κοντά σε άλλον τεχνίτη, στην αρχή βγάζοντας πρόκες. Με τον καιρό έμαθα την τέχνη και έγινα ένας από τους καλύτερους τεχνίτες. Μετά πήγα στρατό ,αρχικά στην Πάτρα και έπειτα στην Μακεδονία».
Τον ρωτήσαμε στη συνέχεια αν βαρέθηκε ποτέ τη δουλειά του και μας απάντησε ότι, αν και δούλευε ακόμα και τις Κυριακές μέχρι τις 12 το βράδυ, δεν τη βαρέθηκε ποτέ. «Για να φτιάξω ένα ζευγάρι παπούτσια χρειαζόμουν τρείς μέρες και τρείς νύχτες, επειδή τότε ράβαμε τα υποδήματα στο χέρι», πρόσθεσε. Έμαθε και να παίζει μπουζούκι αργότερα.
Αναρωτηθήκαμε ποιοι αγοράζουν τα υποδήματα του περισσότερο, οι Έλληνες ή οι ξένοι, και μας απάντησε και οι δύο. Επίσης στέλνει υποδήματα σε όλο τον κόσμο. Παρά την οικονομική κρίση έχει ακόμα πολλούς πελάτες που τον προτιμούν, όπως και οι Κρητικοί σύλλογοι.
Η επόμενή μας ερώτηση ήταν αν έμαθε ξένες γλώσσες και αν τις θεωρεί απαραίτητες, και μας απάντησε ότι δεν έμαθε ξένες γλώσσες γιατί δεν πήγε σχολείο. Ξέρει λίγες λέξεις στα γερμανικά και στα γαλλικά. Πιστεύει ότι στην σημερινή εποχή είναι απαραίτητες οι ξένες γλώσσες, και μάλιστα τρεις, γιατί έτσι μόνο οι νέοι βρίσκουν δουλειές.
Στην ερώτησή μας γιατί συνεχίζει ακόμη να εργάζεται, μας απάντησε ότι δεν μπορεί να μείνει στο σπίτι και προτιμά να δουλεύει και να περνάει η ώρα του. «Τα στιβανάδικα είναι η ζωή μου», συμπλήρωσε.
Του ζητήσαμε, τέλος, να θυμηθεί κάτι από το παρελθόν, και μας απάντησε ότι όταν περνούσαν οι γυναίκες στον δρόμο, οι άντρες πετούσαν χαλικάκια και αυτές φοβόντουσαν. Επίσης, όταν πρωτομπήκε στην τέχνη και ήταν μόνος στο μαγαζί, ήρθε ένας από τα Κεραμειά για να αγοράσει παπούτσια και για να μην πληρώσει ,συνεννοήθηκε με έναν άλλον να κάνει ότι θέλει να τον σκοτώσει και τον πήρε στο κυνήγι και τελικά έφυγε χωρίς να πληρώσει!
Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Λευτέρη για τα όσα μας είπε, για τα δώρα και τις ευχές που μας έδωσε.».
· Η Ελένη Σπάρταλη μας μίλησε για τον παππού της κ. Γεώργιο Σπάρταλη, ο οποίος μας μαθαίνει να φτιάχνουμε καραβάκια από χαρτί στο βίντεο.
·
«Ο παππούς μου Γεώργιος Σπάρταλης γεννήθηκε το 1924, πήγε στο σχολείο σε ηλικία επτά ετών, αλλά δεν ήταν καλός μαθητής. Επειδή δεν διάβαζε, έμεινε δυο φορές στην Τρίτη τάξη και αποφοίτησε δεκατριών ετών από το Δημοτικό σχολείο Δαράτσου. Ήτανε πολύ μακριά από το σπίτι του, κι έτσι περπατούσε καθημερινά πέντε χιλιόμετρα, σε αντίθεση με τους δασκάλους που πηγαίνανε με την άμαξα. Δεν έχει πολύ ευχάριστες αναμνήσεις από τους δασκάλους του, γιατί τους χτυπούσανε με την βίτσα..!!
Τα κύρια μαθήματα ήταν η Γεωγραφία, η Αριθμητική, η Ανάγνωση και η Γραφή. Τα παιχνίδια που έπαιζαν ήταν το κουτσό και η μπάλα. Οι μπάλες τους ήταν φτιαγμένες από πανιά. Αλλά το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν η αμπάζα, που παίζονταν από πολλά παιδιά που πηδούσαν το ένα πάνω στο άλλο. Όποιος έμενε λεγόταν αμπάζα!
Παντρεύτηκε στα 40 του. Θυμάται ότι ήταν Κυριακή, των Αγίων Αποστόλων, και ήθελε να πάει στο Δαράτσο να βάλει βενζίνη. Τότε είδε την Ελένη:
« Αντίκρυ μου ’ρθες κι έκατσες σαν ήλιος σαν φεγγάρι και λάμπανε τα μάτια σου σαν το μαργαριτάρι».
Του άρεσε πάρα πολύ και βρήκε το θάρρος να ρωτήσει έναν υπάλληλο από το βενζινάδικο ποια ήτανε. Ο άνθρωπος του την σύστησε και έκανε το προξενιό. Ο πατέρας της Ελένης, αν και πολύ αυστηρός, του την έδωσε. Μετά από έναν μήνα έγινε ο αρραβώνας. Ο γάμος έγινε την ίδια μέρα με του αδελφού του.
Ο παππούς μου έγραψε αυτή την μαντινάδα για τη γιαγιά:
«Τη μέρα που σε γνώρισα ήταν μεγάλη σκόλη, και βάλανε το χέρι τους κι οι δώδεκα Απoστόλοι».
· Η Μαρία Γιάννο για την στιχουργό κ. Αντωνία Μηλογιαννάκη, που μας επισκέφθηκε στο σχολείο στις 8/3, Ημέρα της Γυναίκας, και μας μίλησε για πολλά πράγματα, και με πολλές μαντινάδες!
«Η κ. Αντωνία Μηλογιαννάκη, βραβευμένη Κρητική στιχουργός, μας επισκέφθηκε την Ημέρα της Γυναίκας.
Αρχικά μας μίλησε για τη δύσκολη σχολική της ζωή. Στην πρώτη τάξη περπατούσε καθημερινά πέντε (5) χιλιόμετρα από την Πολυρρήνια για να πάει στο σχολείο στο Καστέλι, διότι δεν υπήρχαν κανονικοί δρόμοι, αλλά μόνο κατσικόδρομοι. Στην δευτέρα τάξη, μεταφέρθηκε στο Σάσσαλο. Εκείνα τα χρόνια είχαν πολλά χιόνια το χειμώνα και όταν πήγαινε στο σχολείο το χιόνι της έφτανε μέχρι τα γόνατα, κι έτσι το μίσησε εκείνο το χωριό.
Σε κάθε τάξη άλλαζε σχολείο, μας είπε, επειδή έριξαν χειροβομβίδα στο σπίτι τους στο χωριό και οι γονείς της την έστειλαν στα Χανιά να μείνει με μια θεία της στην Σπλάτζια. Ποτέ δεν την είχε χτυπήσει δάσκαλος ενώ στα παιδιά που ήταν άτακτα τους μάτωναν την παλάμη από το ξύλο.
Στο Δημοτικό τα μαθήματα ήταν πιο απλά από ότι είναι σήμερα. Στην σημερινή εποχή τα παιδιά από μικρή ηλικία μαθαίνουν πολλά πράγματα ενώ τότε γινόταν το αντίθετο. Τα μαθήματα που έκαναν τότε ήταν Ιστορία, Γεωγραφία, Ορθογραφία απαραίτητα και Καλλιγραφία.
Τότε για να μπουν στο Γυμνάσιο τα παιδιά έδιναν εξετάσεις. Δεν υπήρχε δωρεάν παιδεία, πλήρωναν κάθε μήνα, και στις εξετάσεις. Οι γονείς έδιναν μεγάλα χρηματικά ποσά για την παιδεία των παιδιών τους. Η εγγραφή για κάθε σχολική χρονιά ήταν 500 δρχ. Η κυρία Μηλογιαννάκη πήγε στο κλασσικό Γυμνάσιο. Ήταν πολύ καλή στα Ελληνικά και ακολούθησε θεωρητική κατεύθυνση.
Στο σχολείο μάθαιναν την Aγγλική γλώσσα. Η ίδια μας λέει ότι είναι απαραίτητο να ξέρει κάποιος ξένες γλώσσες γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επικοινωνεί κάποιος με ανθρώπους από άλλες χώρες και η κοινή γλώσσα για όλο τον κόσμο σήμερα είναι η Αγγλική.
Δεν είχαν πολλά ρούχα για να ζεσταθούν. Τα ρούχα που φορούσαν τα παιδιά τα έκοβαν οι γονείς τους από δικά τους παλιά ρούχα σε μικρά κομμάτια και τα έραβαν έτσι ώστε να χωρούν στο σώμα των παιδιών. Τα ρούχα αυτά όμως δεν ήταν καθόλου ζεστά.
Μας μίλησε επίσης για τον τρόπο που παντρεύονταν παλιά οι άνθρωποι. Οι γυναίκες τότε δεν είχαν άποψη για τον ποιόν θα παντρευόντουσαν. Αρκετές φορές τους πάντρευαν με τα κουμπούρια, δηλαδή άλλη νύφη τους έδειχναν στην φωτογραφία και άλλη πήγαιναν στην εκκλησία. Ο γαμπρός όμως τότε δεν μπορούσε να φύγει από τον γάμο γιατί θα τον σκότωναν οι συγγενείς της νύφης.
Στη συνέχεια μας μίλησε για τη μαντινάδα. Στην εποχή του παππού της, που υπήρχαν Τούρκοι στην Κρήτη, στα καφενεία οι άνθρωποι, για να μιλήσουν χωρίς να τους καταλάβουν οι Τούρκοι, έλεγαν τραγουδιστά το μήνυμα που ήθελαν, με μαντινάδες ή με ριζίτικα.
Στα δεκατέσσερα χρόνια της , σε πανηγύρι στο χωριό της, ο οργανοπαίχτης σηκώθηκε από την εξέδρα, γονάτισε μπροστά της και της είπε τις δύο αυτές μαντινάδες:
Μέτρησε νύχτα τα άστρα σου και αν λείπει ένα ζευγάρι
ρώτησε εμένα να σου πω ποια κλέφτρα τα' χει πάρει
Αν θες να δεις ποιαν αγαπώ και ποια 'χω στην καρδιά μου
κοίταξε τον καθρέφτη σου και θα την δεις κυρά μου.
Αυτή την μαντινάδα την έγραψε για την κόρη της:
Αν έχει ο κόσμος ομορφιές είναι γιατί είσαι ομπρός μου
κι όλες μαζί βγορίζουνε οι ομορφιές του κόσμου.
Για τον γιο της έγραψε:
''Αν εφυράξουν τα νερά ψηλό μου κυπαρίσσι
το αίμα από τσι φλέβες μου θα βγεί να σε ποτίσει.''
Μια πολύ γνωστή μαντινάδα της είναι:
''Χαλάλι σου βασιλικέ όσο νερό κι αν πίνεις
Μα συ το κάνεις μυρωδιά και μου το ξαναδίνεις''
Η κ. Μηλογιαννάκη μας διάβασε μαντινάδες σατιρικές, για την γυναίκα και την αγάπη, την απογοήτευση, την απελπισία, την προδοσία, την απιστία, την αντρειωσύνη, την ζωή, τον θάνατο, την παρέα, την φιλία.
Για τη γυναίκα:
· Ειν’ η γυναίκα απ’ του Θεού τη χάρη προικισμένη
να δίδει με τα σπλάχνα τζη ζωή στην οικουμένη
· Δίχως γυναίκα κι έρωντα είντα τη θες τη ζήση
΄που μοιάζει με φρυμένη γης και στερεμένη βρύση
· Γυναίκα ΄που΄ναι όμορφη και τηνε μπεγεντίζεις
αν δεν ιδείς τη γνώμη τζη καρδιά μη τζη χαρίζεις
· Καλόγνωμη νοικοκερά τση δίψας δροσονέρι
σχαράς τονε τον τυχερό ΄που θα σε κάμει ταίρι
Κι άλλες:
· Αλίμονο που κάθεται με σταυρωμένα χέρια
και στ’ όνειρο του δε χωρούν Ήλιοι, Φεγγάρια, Αστέρια
· Ήθελα να μουνε πουλί τση χαραυγής αηδόνι
να κελαηδώ στην πόρτα σου ώρα που ξημερώνει
· Είν’ η ζωή μια θάλασσα και η μάνα μας λιμάνι
κι είναι στ’ αλήθεια δυστυχής αυτός που τηνε χάνει
· Είσαι λιμάνι μάνα μου στο πέλαγος του κόσμου
κι όντε θαλασσοδέρνομαι πάντα σε θέλω ομπρός μου
· Αμοναχοί παντέρημοι κι όπου κι αν πάμε ξένοι
έτσα ναι μας η μοίρα μας φεγγάρι μου γραμμένη
· Ο μοναχός σα θα κλειστεί στην έρμη κάμαρα ντου
χίλιες βελόνες και σπαθιά τρυπούνε την καρδιά του
· Μια κούπα δροσερό νερό ειν’ η ζωή κι η πλάση
κι ο άνθρωπος την θάλασσα θέλει να την χορτάσει
· Ο χρόνος είναι μυλωνάς κι αλέθει νύχτα μέρα
κι ούλα τα κάνει πάσπαλο και τα σκορπά τ’αέρα
· Απ’ ούλα τ’ αγωνίσματα μ’ αρέσει το… τζιρίτι
και αν είχα πόδια θα’ τρεχα να δόξαζα την Κρήτη
· Με τση ψυχής τη δύναμη γεννιούνται οι Μαραθώνες
και γίγαντες και ημίθεοι που χτίζουν Παρθενώνες
· Μια ‘μυγδαλιά ‘ναι η ζωή π’ αθεί και καρποδένει
κι ειν’ η παντέρμη όμορφη ας ειν’ και χιονισμένη
· Πράμ’ άλλο ‘γω δεν χαίρομαι σαν το πουλί τ’ αηδόνι
σαν τον καλόγνωμο καιρό απού μας ανταμώνει
· Πουλιά κι αηδόνια κελαηδούν στα μάθια που ‘χεις φώς μου
και με κοιτάζεις και γροικώ τσι μουσικές του κόσμου
Σχετικά με το θέμα μας:
«Να ζήσεις γερο-πλάτανε να στέκεις να δηγάσαι
σ’αυτούς τσ’ ανέγνωρους καιρούς όσα παλιά θυμάσαι»
Και μια μαντινάδα αποκλειστικά για το πρόγραμμά μας:
«Με κάθε γέρον άνθρωπο όντε θα ν’αποθάνει
αυτός ο κόσμος φίλε μου κι ένα βιβλίο χάνει»
κ. Μηλογιαννάκη, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για τις αναμνήσεις, τις πληροφορίες και τις μαντινάδες σας, και σας ευχόμαστε να έχετε πάντα υγεία, έμπνευση και δημιουργικότητα.»
· Ο Στέλιος Δενδράκης σχετικά με την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αξέχαστη επίσκεψη του βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών δάσκαλου και λαογράφου κ. Σταμάτη Αποστολάκη, ο οποίος μας μίλησε για τα έθιμα της Αποκριάς στην Κρήτη
«Ο κ. Σταμάτης Αποστολάκης είναι συνταξιούχος δάσκαλος και λαογράφος, βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών. Mας επισκέφτηκε στο σχολείο και αρχικά μας μίλησε για τα μαθητικά του χρόνια και τις εμπειρίες του από τα πρώτα του χρόνια ως δάσκαλος στην άλλη άκρη της Ελλάδας.
Φοίτησε στο 1ο Γυμνάσιο Χανίων και αποφοίτησε με βαθμό 14,7 που μας εξήγησε ότι για την εποχή ήταν άριστα (!).
Μετά την Πρέσπα, όπου διορίστηκε, μεταφέρθηκε σε χωριό της Καστοριάς, όπου στον ελεύθερο χρόνο του κατέγραφε τα ήθη και τα έθιμα τους. Παρατηρώντας τις συνήθειες των ανθρώπων βρήκε πολλές διαφορές με τον τρόπο που αυτός είχε μεγαλώσει.
Για παράδειγμα μας ανέφερε ότι οι γονείς των παιδιών του έφερναν τα παιδιά στην Α' τάξη δεμένα χειροπόδαρα με σχοινάκι λέγοντάς του: “Κρέας-κόκαλα σου δίνω, κόκαλα να μου γυρίσεις”
Που σημαίνει: “Μπορείς να τα δείρεις όσο θέλεις, για να μάθει γράμματα, αρκεί να μην τους σπάσεις κόκαλα”. Αυτό μας θύμισε τον Πατούχα του Ιωάννη Κονδυλάκη. Γι' αυτό τον λόγο αποφάσισε να κάνει νυχτερινό σχολείο στους γονείς, που ήταν αγράμματοι, για να τους μάθει λίγα γράμματα και να τους πείσει να αλλάξουν την στάση που είχαν απέναντι στα παιδιά.
Ξεκίνησε να μας μιλά για τα αποκριάτικα έθιμα, εξηγώντας μας διαδοχικά την κάθε εβδομάδα του τριωδίου και την σοφή παράδοση που οδηγούσε τους ανθρώπους σταδιακά στη νηστεία της Σαρακοστής.
Μας ανέφερε την παροιμία: “Της Τσικνοπέμπτης η δωρά και της Μεγάλης Πέμπτης και της ημέρας της Λαμπρής, στον ουρανό ανεβαίνει”. Οι στίχοι εννοούν ότι αυτήν την ημέρα πρέπει να σκεφτόμαστε τους συνανθρώπους μας, και ότι αυτό ήταν το πραγματικό μήνυμα της Τσικνοπέμπτης.
Μας εξήγησε την διαδοχική νηστεία της κάθε εβδομάδας της περιόδου Αποκριάς προσθέτοντας ότι και τα παιδιά έκαναν νηστεία, κανονικά, εκτός αν ήταν άρρωστα.
Τις Απόκριες δεν κάθονταν μόνοι τους στο τραπέζι αλλά καλούσαν συγγενείς, γείτονες και γνωστούς. Έλεγαν αστείες μαντινάδες και διάφορα σκωπτικά και όπως λέγεται”τις Μεγάλες Αποκρές κουζουλένονται κι οι γρες”. Αυτό σημαίνει ότι εκείνη την ημέρα δικαιολογούμαστε να πούμε “μια κουβέντα παραπάνω”.
Συνέχισε όμως, προσθέτοντας την παροιμία: ”το πολύ περίσσιο το χαλά το ίσιο”, το οποίο σημαίνει ότι μπορούμε να αστειευόμαστε μέχρι του σημείου που δεν ενοχλούμε.
Το βράδυ της Αποκριάς έπαιζαν το παιχνίδι “Μπερλίνα” που παίζονταν με πολλά άτομα. Ένα άλλο παιχνίδι ήταν “το μπουκάλι”, που παίζεται ακόμη και σήμερα.
Ένα από τα σκωπτικά ποιήματα μιλάει για τον φαμέγιο, τον υπηρέτη, δηλαδή, που δεν έβρισκε κανείς στην Κρήτη:
“Πως ήταν και πως γίνηκε ετούτο δα στην Κρήτη,
να μη μπορεί να βρει κανείς φαμέγιο για το σπίτι.
Κάτσε καλά αφεντικό να κάνουμε παζάρι,
κι εγώ σαν είναι συννεφιά δεν πάω στο παζάρι
Θέλω στιβάνια κόκκινα και καλογαζωμένα
να 'πορπατώ να τρίζουνε και νάναι παινεμένα
Θέλω καλτσόνια γαλανά, κόκκινους καλτσοδέτες
να μη μου λες αφεντικό να πάω να σκάφτω δέτες.
Και θέλω και τη βράκα μου οκταφυλλάτη νάναι
να μη τσιτώνει απάνω μου σαν τη προβιά που νάναι.
Και θέλω και τη ζώνη μου μεταξοφαδιασμένη
με της κεραδοπούλας μου τα χέρια περασμένη.
Θέλω ψηλό ποκάμισο και σταυρωτό γιλέκι
να μη με πιάνει οφθαλμός ούτε τ'αστροπελέκι”.
Να και μερικά παραδείγματα σκωπτικών μαντινάδων που λέγονταν το βράδυ της Αποκριάς:
“Τα μάθια σου είναι σαν τ'αυγά, τ'αυτιά σου μια παλάμη, τα πόδια και τα χέρια σου χοντρά σαν το καλάμι”.
“Τα μάθια σου γυαλίζουνε τη νύχτα στο σκοτίδι κι η μύτη σου είναι πιπεριά και βάλε την στο ξύδι”.
“Απ'όλα του προσώπου σου η μύτη σου μ'αρέσει, πούναι σαν χαβανόχειρο που κρέμεται να πέσει”.
“Στραβή μου την ελέγανε μα 'κείνη αλλοιθωρίζει, το βούι απ'το γάϊδαρο δεν τονε ξεχωρίζει.”
“Είπες τη μαντινάδα σου κι ήτανε και δική σου κι ήταν κι ανεμπάμπαλη σαν και την κεφαλή σου”.
“Για πέντε ρίζες χαρουπιές και τρεις οκάδες λάδι επήρες έναν μπουνταλά να ζήσετε ομάδι”.
“Κι όλες του οι δικολογιές είναι εφτά νομάτοι κι είναι οι τέσσερις στραβοί κι οι τρεις με τόνα μάτι.”
Τον ρωτήσαμε αν γινόντουσαν Καρναβάλια παλιά, καθώς και τι στολές φορούσαν. Μας απάντησε ότι δεν αγόραζαν στολές όπως σήμερα, αλλά φορούσαν διάφορα ρούχα και κρατούσαν μια χουρχούδα, δηλαδή μπαστούνι, το οποίο είχαν για να φοβερίσουν τους νοικοκυραίους που ήθελαν να τους βγάλουν τη μασκάρα για να τους αναγνωρίσουν. Κρατούσαν κι ένα καλαθάκι για το κέρασμα που τους έδιναν, συνήθως γλυκό.
Φορούσαν επίσης μάσκες (μασκάρες) από το δέρμα του ζώου, το οποίο κρατούσαν κάθε φορά που έσφαζαν έναν λαγό ή κουνέλι. Ακόμα για μάσκα χρησιμοποιούσαν ένα μπλε περιτύλιγμα από τα ζυμαρικά της εποχής που μας είπε πως έκανε την καλύτερη μάσκα.
Απαραίτητα ήταν και τα κουδούνια, σε διάφορα μεγέθη που κρεμούσαν στην μέση τους μπρος και πίσω οι μασκαράδες και με ρυθμικές κινήσεις έπαιζαν αρμονικά και συνόδευαν τα βήματα τους.
Της Τυρινής το βράδυ, παίζονταν παιχνίδια, γίνονταν αστεία, χορεύονταν χοροί, μέχρι και αράπικος, και τραγουδούσαν μαντινάδες και τραγούδια αστεία και κάπου κάπου ελευθερόστομα, μια και το καλεί η βραδιά και αφού “τσί μεγάλες αποκρές κουζουλαίνονται και οι γρές.”
”Φεύγει και πα η Αποκρά, πάνε και τα ποτήρια και μπαίνει η Σαρακοστή μ’ ελιές και με κρομμύδια!'.
“Φεύγουνε πια οι γι’ Αποκρές, πάνε κι οι Τυρινάδες και μπαίνει η Σαρακοστή με τσι εφτά βδομάδες” .
Μας μίλησε και για τα έθιμα της Καθαράς Δευτέρας, που πρωί - πρωί καθαρίζονταν τα πιάτα, τα μαγειρικά σκεύη και λοιπά κουζινικά, με βραστό νερό και πολύ σαπούνι, για να φύγει κάθε απομεινάρι φαγητού, που 'λερώνει', είναι δηλ. Πασχαλινό! Κι ακόμη, γιατί ο Χριστιανός καθαρίζει κι από πλευράς διατροφής, γιατί σταματά κάθε κρεάτινο φαγητό κι αρχίζει τα νηστήσιμα. Βγαίνει στο ύπαιθρο, ακριβώς για να τονίσει την έννοια του καθαρμού και της αλλαγής. Ως και το ψωμί της μέρας, η λαγάνα, ζυμώνεται νηστήσιμο, σαν τ’ άζυμα της Παλ. Διαθήκης.
Τα περισσεύματα των φαγητών της χθεσινής μέρας στο Κατσιδόνι της Σητείας τα θάβανε και τα κλαίγανε... με μοιρολόγια, όπως:
“Ο Κρέως εξεψύχησε κι ο Τύρος αποθαίνει και ο καημένος ο Κουκάς εις το τραπέζι μπαίνει!'.
“Ο Λαζανάς ψυχομαχεί κι ο Μακαρούνης κλαίει κι ο Κρόμμυδας σεισοραδεί απάνω στο τραπέζι!”
Το πρωί έτρωγαν πλυμένη φλούδα πορτοκαλιού, για να πάρουν το ρόδινο χρώμα του!
Το μεσημέρι της Καθαράς Δευτέρας μαζί με συγγενικά και φιλικά πρόσωπα πήγαιναν σ’ εξοχικό κοντινό μέρος, παραθαλάσσιο ή βουνίσιο, ν’ ανοίξουν τη Σαρακοστή!
Το πιοτό όμως κι η εξοχή έφερναν κέφι κι αστεία, που ένα - ένα, έκαναν την εμφάνισή τους! Το πιο συνηθισμένο απ’ όλα; Το βάψιμο! Το πρωί της Καθαράς Δευτέρας, κατά το έθιμο, συνήθιζαν να αλοίφουν τις παλάμες τους με λάδι και να τις περάσουν μια δυο φορές χαϊδευτικά γύρω - γύρω απού το τσικάλι η το τηγάνι τους. Κι ύστερα, τα χέρια τους σφιχτή γροθιά, δεν επροδίδανε το μυστικό τους, ώστε ν’ απαντήξουν... τον τυχερό, που συνήθως ήταν ο πιο φασαρτζής.
“Καλώς το και καλώς μου το, πώς το παχύνανε τα φαγητά των Αποκράδω!”
“Εφούσκωσες μαγουλάαακια, μαγουλάαακια, εκατέβασες και προγουλάαακια, προγουλάαακια, εγυάλισε το κούτελό σου!”
“Χαρώ σε δα... και του χρόνου!”
Έτσι μουτζούρωναν τον τυχερό, αλλά και οι ίδιοι δεν γλύτωναν από κάποιον άλλον...
Ακόμα μας μίλησε για το πέταγμα του χαρταετού που τον έφτιαχναν μόνοι τους με καλάμια!
Ένα άλλο αστείο έθιμο ήταν ο γκαντής, δηλαδή ο δικαστής.
Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα έπρεπε να έχουν πλύνει τα χέρια τους και να επιστρέψουν όλα τα πράγματα από την εξοχή στο σπίτι πριν χτυπήσει η καμπάνα, “γιατί απόψε είναι ο πρώτος Δυνάμεως”. Η πρώτη λειτουργία της Σαρακοστής, δηλαδή, που έλεγε “Κύριε των δυνάμεων μεθ' ημών γενού”.
Ο κ. Αποστολάκης θυμήθηκε που όταν ήταν παιδί, η δασκάλα του τους έφτιαχνε με χαρτόνι μια γριά με επτά πόδια, ένα για κάθε εβδομάδα της Σαρακοστής, και κάθε Κυριακή έκοβαν κι από ένα. Μερικές φορές η Κυρά-Σαρακοστή γίνονταν και με ζύμη.
Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Αποστολάκη, τόσο για όλα όσα μας έμαθε, όσο και τις πολλές ευχές που μας έδωσε! Του ευχόμαστε υγεία και μακροημέρευση, γιατί τον έχουμε ανάγκη…»
Συμπέρασμα; Δεν θέλουμε απομονωμένους και ανενεργούς τους προγόνους μας. Το πρόγραμμα μας βοήθησε να έρθουμε κοντά τους και να δεθούμε περισσότερο μαζί τους. Ακούσαμε τα λόγια και τις διηγήσεις τους με ενδιαφέρον, με συγκίνηση, αστειευτήκαμε, γελάσαμε, κλάψαμε. Προσπαθήσαμε να αναπαραστήσουμε τα παιχνίδια και τον τρόπο ζωής τους, και στην παρουσίαση της 15ης Μαίου η εμφάνισή μας θύμιζε μέρες από τα παλιά…
Ακολουθούν φωτογραφίες και βίντεο.
Εδώ θα δείτε το βίντεο της παρουσίασης (1 2 3 4).
Τα πρόγραμμά μας έλαβε μέρος στον διαγωνισμό «Generations for School» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Χρύσα Κοντοχρήστου
Καθηγήτρια Αγγλικών
Τα πρόγραμμά μας έλαβε μέρος στον διαγωνισμό «Generations for School» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Χρύσα Κοντοχρήστου
Καθηγήτρια Αγγλικών